- επισχετικός
- -ή, -ό (Α ἐπισχετικός, -ή, -όν) [επίσχεση]αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.)αρχ.εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη.
Dictionary of Greek. 2013.