επισχετικός

επισχετικός
-ή, -ό (Α ἐπισχετικός, -ή, -όν) [επίσχεση]
αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.)
αρχ.
εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπισχετικός — checking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισχετικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση (βλ. λ.), που προκαλεί επίσχεση, ο παρεμποδιστικός: Επισχετικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισχετικά — ἐπισχετικός checking neut nom/voc/acc pl ἐπισχετικά̱ , ἐπισχετικός checking fem nom/voc/acc dual ἐπισχετικά̱ , ἐπισχετικός checking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικόν — ἐπισχετικός checking masc acc sg ἐπισχετικός checking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικοί — ἐπισχετικός checking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετική — ἐπισχετικός checking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικῶς — ἐπισχετικός checking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικάς — ἐπισχετικά̱ς , ἐπισχετικός checking fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”